Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Όνειρα δίχως όρια... καλή μας νύχτα.

''Κορίτσι μου'' δυο λέξεις και τα πάντα αλλάζουν.
Δεν είμαι πια η άγνωστη, η ξένη, η ανεπιθύμητη.
Δεν τα πας καλά με τις λέξεις. Πριν ακόμα φύγουν από τα χείλη σου,
έχεις μετανιώσει.
Κάθε λέξη είναι και μια αλυσίδα.
Κι εσύ ποθείς την ελευθερία.
Ποθείς να πετάς με τη βροχή.
Θέλεις να τα ζήσεις όλα.
Δεν χορταίνεις να ζεις.
Δεν γνωρίζεις από όρια...
Μα τα όριά σου είσαι ΕΣΥ.''
(7/02/14 Μ.Π.)

ΖΑΧΑΡΑ Η ΘΥΕΛΛΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Απόγευμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής με το πλοίο για την Ελλάδα. Ανέβηκα στο κατάστρωμα. Είχαμε απομακρυνθεί από τις ακτές. Ο ήλιος έδυε. Βουτούσε με μεγαλοπρέπεια στη θάλασσα. Ο ορίζοντας βαφόταν κόκκινος. Το πλοίο λικνιζόταν άλλοτε απαλά κι άλλοτε βίαια από το φύσημα του αέρα που δυνάμωνε. Πίσω μας χάνονταν οι ιταλικές ακτές της Απουλίας, έσβηνε ο ήλιος στο λιμάνι του Μπάρι. Συνέχισα να ανεβαίνω τα μεταλλικά σκαλιά, σκουριασμένα και ταλαιπωρημένα από την αλμύρα της θάλασσας.
Στάθηκα δίπλα στην καμπίνα πλοήγησης. Η πόρτα άνοιξε. Ο καπετάνιος, ασπρομάλλης, με γκρίζα μάτια και άσπρα γένια με πλησίασε σιωπηλός. Ξερακιανός, έμοιαζε αποξηραμένος, φαινόταν αγουροξυπνημένος. Στο μέτωπό του τρεις βαθιές χαραματιές -ρυτίδες πρέπει να ’ταν-. Κοιταχτήκαμε για λίγο και χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα αφήσαμε τα βλέμματά μας να χαθούν στο πανηγύρι των χρωμάτων. Αμίλητοι μείναμε για ώρα χαμένοι στην ομορφιά της στιγμής. Έγειρα στην σιδερένια κουπαστή. Κρύα και υγρή. Ο θαλασσινός άνεμος όλο και δυνάμωνε, μαστίγωνε το πρόσωπό μου. Το καράβι άφηνε έναν τρανταχτό παφλασμό, καθώς κατακτούσε περήφανα τα κύματα που άφριζαν στο πέρασμά του.
Τα πρώτα φώτα άρχισαν να ανάβουν στις ακτές, αστεράκια μακρινά λαμπύριζαν στη μουχρή στεριά. Χλώμιαζαν, έσβηναν καθώς φεύγαμε μακριά τους. Σκέφτηκα πως αξίζει να ζεις, για να βλέπεις τη μέρα να φεύγει έτσι! Να φεύγει μέσα στην ομορφιά
Η φωνή της σβήνει, δύει απορροφημένη στο παρελθόν. Θέλω να τη ρωτήσω ποιοι άνθρωποι αποτελούσαν το δικό της «εμείς», όμως διστάζω. Διαισθάνομαι πως έχει θάψει επιλεκτικά κάποια κομμάτια από το παζλ των αναμνήσεών της.
Τι μπορεί άραγε να έχω θάψει κι εγώ μέσα μου; Αναμνήσεις; Εμπειρίες; Επιθυμίες; Ανάγκες; Κάποιο χάρισμα; Τον ίδιο μου τον εαυτό! Γιατί όμως το έχω κάνει; Γιατί… θέλω να 
ηθώ αργότερα με αυτό που ταλανίζει τον Αντώνη και μένα, αυτήν τηνξεχάσω! Θέλω να το προσπεράσω, να μην το αντιμετωπίσω, να ασχολ τεράστια απόσταση ανάμεσά μας. Ποτέ δε δώσαμε όνομα σε αυτό που έχουμε, δεν αυτοπεριοριστήκαμε σε κλισέ καταστάσεις. «Σχέση», «δεσμός», όλα ακούγονται τόσο λίγα. Ή μπορεί να είναι και υπερβολές ενός ρομαντικού εγωισμού.