Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Καλημέρα με "Ζαχάρα, η θύελλα της καρδιάς"


Δύσκολα εκείνα τα χρόνια του μεσοπολέμου σε μια Ελλάδα που άλλαζε συνεχώς, που είχε να αντιμετωπίσει πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, με κυριότερο το προσφυγικό, με τους ανθρώπους να παλεύουν σκληρά για την επιβίωσή τους. Η Ελλάδα και ο κόσμος ολόκληρος ήταν ένα καζάνι που έβραζε, ένας λαός που έγλειφε τις πληγές του και προσπαθούσε να αναστηθεί από τις στάχτες με την απειλή του πολέμου να τους καταδιώκει κάθε στιγμή. Φτώχεια και αρρώστιες ήταν στοιχεία της καθημερινής πραγματικότητάς τους. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες μεγάλωσε η μάνα μου.
Όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή, ίδια γεγονότα γεννούν διαφορετικούς χαρακτήρες, στάσεις, αξίες και αντιδράσεις. Άλλοι παλεύουν, ορθώνουν το ανάστημά τους κι αγωνίζονται με ό,τι τους έχει προικίσει η φύση. Άλλοι πάλι συρρικνώνονται, κλείνονται στον εαυτό τους, γίνονται αόρατοι και δε θέλουν να πειράξουν κανέναν, αλλά κυρίως να μην τους πειράξει κανείς. Γίνονται αθόρυβοι, παθητικοί, υποτελείς. Επιδιώκουν να είναι συμπαθείς για να δεχθούν -ελπίζουν και πιστεύουν- από συμπόνια τα μικρότερα χτυπήματα. Εναντιώνονται σε κάθε μορφή δύναμης που πηγάζει από μέσα τους. Θέλουν να παραμείνουν απλοί παρατηρητές της ζωής. Όμως είναι νόμος της φύσης πως αυτοί ακριβώς δέχονται τα περισσότερα πλήγματα.
Η ζωή δε δίνει εγγυήσεις σε κανέναν και για τίποτα. Δε σηκώνει παζάρια. Παλεύεις και ζεις. Σταματάς και τότε εξαφανίζεσαι
.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

"Βαρέθηκα μάνα τον πόλεμο με τις ψυχές των άλλων. Γίνονται αχόρταγες σαν μυρίσουν λίγη αλήθεια ζωής. Σαν όρνια ορμούν στην ευτυχία σου, για να την κατασπαράξουν και να θρέψουν τις άδειες τους ζωές.
Βαρέθηκα να ψάχνω την αγάπη.
Θέλω να ΖΗΣΩ.
Να αγγίξω και να με αγγίξουν.
Να νιώσω και να με νιώσουν.
Είναι τόσα πολλά αυτά που ζητάω μάνα;
Αχ κόρη μου απαντήσεις δεν μπορώ να σου δώκω, μόνο μια αγκαλιά για να κρύψεις την κυνηγημένη σου ψυχή. Οι θαλασσινοί το λένε σταβέντο.
Βρες το κι άραξε εκεί σαν τα κύματα θεριέψουν,
μα σαν η καλοσύνη απλωθεί βίρα τις αγκύρες και αφήσου στην πλάνη του μυαλού και της καρδιάς.
Μια μέρα, σε μια στιγμή θα σβήσουν όλα..."
17/02/14 Μ.Π για το δικό μου σταβέντο

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΟΤΑΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΟΣ...

"Μόνο τα κορμιά μίλησαν λίγες ώρες πριν. Οι ψυχές παρέμειναν βουβές, ευνουχισμένες. Σε μια πράξη ένωσης που ο καθένας πήρε τα δικά του. Μοιράστηκαν την επιθυμία και μετά ο άντρας έτρεξε βιαστικά στο ντουζ. Τον άκουσε να σκουντουφλάει στα ροζ σφουγγαράκια με τα κόκκινα σαπουνάκια σε σχήμα καρδιάς. Ξέχασε η Μπέτι πως τα είχε αφήσει στη μέση του ντουζ. Στο μικροσκοπικό της μπάνιο δεν υπήρχε άλλη θέση, παρά μοναχά εκεί στο κέντρο.
«Καλά ρε μωρό, τόσο χαμηλό είναι το ταβάνι; Λίγο πιο μεγάλο δεν μπορούσε να σου φτιάξει τη ντουζιέρα ο ηλίθιος ο εργολάβος!! Την τύχη μου εδώ μέσα!!! Θα πάω από σαπούνι!!» έλεγε τα δικά του και για τα σαπουνάκια ούτε κουβέντα, καθώς άφηνε το ζεστό νερό να τρέχει. Το δικό της νερό. Ήταν σίγουρη πως θα το είχε ξοδέψει όλο και αυτή θα πλενόταν με κρύο.
Αυτό πρέπει να σταματήσει. Τις επόμενες φορές θα έτρεχε πρώτη στο μπάνιο. Τελευταία φορά που έκανε αυτό το λάθος, σημείωσε στο τεφτέρι του μυαλού της.
Δε θέλει να θυμάται.
Τι αξία έχει μια ακόμα απάτη; Πού είναι το ξεχωριστό γεγονός; Έπαιξε μαζί της. «Τα λέμε μωρό» ήταν η τελευταία του κουβέντα καθώς είχε φορέσει βιαστικά τα ρούχα και το μπουφάν του. Τα μαλλιά του υγρά, ακόμα έσταζαν. Τόση βιασύνη…. Τον κατέταξε στα περιστεράκια. Όλα τα έκανε με ταχύτητα αστραπής."
Κάτι από τα παλιά, αλλά και τα νέα 14/02/14 Μ.Π
(ο άγιος του έρωτα παρακαλείται να προχωρήσει στο επόμενο ντουβάρι. σε αυτό τον περιμένει το δίκανο....)

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ΜΕΡΤΖΑΝΗ

-Γιατί λένε οι άνθρωποι ψέματα μάνα;

-Το ψέμα κόρη μου, είναι η αλήθεια των ανθρώπων. Είναι αυτό 
που δίνει ζωή στη ζωή τους. 
-Μα το ψέμα πονάει...Πώς μπορούν να ζουν με αυτό;
-Πιότερο πονάει η αλήθεια. Αυτή που δε θέλεις να αντιμετωπίσεις.
Αυτή που κρύβεις μέσα σου και καταλήγεις να λες το μεγαλύτερο 
ψέμα στον ίδιο σου τον εαυτό.
-Τον φοβάμαι μάνα τον εαυτό μου. Δε θέλω ποτέ να γίνω ανήμερο θεριό.
- Τότε κόρη μου κράτα για πάντα τον εαυτό σου αληθινό. Με κάθε κόστος 
μην τον προδώσεις ποτέ. Μην τον χαραμίσεις για κανέναν και τίποτα.
(12/02/14 Μ.Π για τους αληθινούς... ξέρουν.)

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

''Έχει τα δικά του λημέρια ο σεβντάς...
χαλαλίζει πλούτη και μεγαλεία,
μα δε χαραμίζει τις καρδιές''
(11/02/14 Μ.Π για τη γιαγιά μου).

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

ΠΑΛΕΥΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

"Παλεύω μαζί σου. Σου μιλώ. Είσαι εκεί. Με ακούς και σιγείς. Ματώνεις. Αλλά πάλι μέσα σου είμαι. Γιατί εσύ, είμαι εγώ. Δε γυρεύω απαντήσεις. Ψάχνω εσένα, για να βρω εμένα. Έτσι, θέλω να ζω. Να παλεύω με το εγώ.'' 10/02/14 Μ.Π.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Όνειρα δίχως όρια... καλή μας νύχτα.

''Κορίτσι μου'' δυο λέξεις και τα πάντα αλλάζουν.
Δεν είμαι πια η άγνωστη, η ξένη, η ανεπιθύμητη.
Δεν τα πας καλά με τις λέξεις. Πριν ακόμα φύγουν από τα χείλη σου,
έχεις μετανιώσει.
Κάθε λέξη είναι και μια αλυσίδα.
Κι εσύ ποθείς την ελευθερία.
Ποθείς να πετάς με τη βροχή.
Θέλεις να τα ζήσεις όλα.
Δεν χορταίνεις να ζεις.
Δεν γνωρίζεις από όρια...
Μα τα όριά σου είσαι ΕΣΥ.''
(7/02/14 Μ.Π.)

ΖΑΧΑΡΑ Η ΘΥΕΛΛΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Απόγευμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής με το πλοίο για την Ελλάδα. Ανέβηκα στο κατάστρωμα. Είχαμε απομακρυνθεί από τις ακτές. Ο ήλιος έδυε. Βουτούσε με μεγαλοπρέπεια στη θάλασσα. Ο ορίζοντας βαφόταν κόκκινος. Το πλοίο λικνιζόταν άλλοτε απαλά κι άλλοτε βίαια από το φύσημα του αέρα που δυνάμωνε. Πίσω μας χάνονταν οι ιταλικές ακτές της Απουλίας, έσβηνε ο ήλιος στο λιμάνι του Μπάρι. Συνέχισα να ανεβαίνω τα μεταλλικά σκαλιά, σκουριασμένα και ταλαιπωρημένα από την αλμύρα της θάλασσας.
Στάθηκα δίπλα στην καμπίνα πλοήγησης. Η πόρτα άνοιξε. Ο καπετάνιος, ασπρομάλλης, με γκρίζα μάτια και άσπρα γένια με πλησίασε σιωπηλός. Ξερακιανός, έμοιαζε αποξηραμένος, φαινόταν αγουροξυπνημένος. Στο μέτωπό του τρεις βαθιές χαραματιές -ρυτίδες πρέπει να ’ταν-. Κοιταχτήκαμε για λίγο και χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα αφήσαμε τα βλέμματά μας να χαθούν στο πανηγύρι των χρωμάτων. Αμίλητοι μείναμε για ώρα χαμένοι στην ομορφιά της στιγμής. Έγειρα στην σιδερένια κουπαστή. Κρύα και υγρή. Ο θαλασσινός άνεμος όλο και δυνάμωνε, μαστίγωνε το πρόσωπό μου. Το καράβι άφηνε έναν τρανταχτό παφλασμό, καθώς κατακτούσε περήφανα τα κύματα που άφριζαν στο πέρασμά του.
Τα πρώτα φώτα άρχισαν να ανάβουν στις ακτές, αστεράκια μακρινά λαμπύριζαν στη μουχρή στεριά. Χλώμιαζαν, έσβηναν καθώς φεύγαμε μακριά τους. Σκέφτηκα πως αξίζει να ζεις, για να βλέπεις τη μέρα να φεύγει έτσι! Να φεύγει μέσα στην ομορφιά
Η φωνή της σβήνει, δύει απορροφημένη στο παρελθόν. Θέλω να τη ρωτήσω ποιοι άνθρωποι αποτελούσαν το δικό της «εμείς», όμως διστάζω. Διαισθάνομαι πως έχει θάψει επιλεκτικά κάποια κομμάτια από το παζλ των αναμνήσεών της.
Τι μπορεί άραγε να έχω θάψει κι εγώ μέσα μου; Αναμνήσεις; Εμπειρίες; Επιθυμίες; Ανάγκες; Κάποιο χάρισμα; Τον ίδιο μου τον εαυτό! Γιατί όμως το έχω κάνει; Γιατί… θέλω να 
ηθώ αργότερα με αυτό που ταλανίζει τον Αντώνη και μένα, αυτήν τηνξεχάσω! Θέλω να το προσπεράσω, να μην το αντιμετωπίσω, να ασχολ τεράστια απόσταση ανάμεσά μας. Ποτέ δε δώσαμε όνομα σε αυτό που έχουμε, δεν αυτοπεριοριστήκαμε σε κλισέ καταστάσεις. «Σχέση», «δεσμός», όλα ακούγονται τόσο λίγα. Ή μπορεί να είναι και υπερβολές ενός ρομαντικού εγωισμού.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

''Πάλι εσύ κι εγώ κυρά μοναξιά μου.
Μαζί τα περάσαμε όλα.
Στην αγάπη και στο μίσος παρούσα.
Προδοσία καμιά.
Μοναδική η δική σου αγκαλιά....

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

ΟΤΑΝ ΚΑΤΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ...

Είναι κάτι δρόμοι που παίρνει η ψυχή σου και νιώθεις να τρελαίνεσαι. Ανήλιαγοι και σκοτεινοί. Ψάχνεις για μια φωνή να σου δείξει το δρόμο. Ψάχνεις και ψάχνεις στα αδιέξοδα, που έχουν στήσει μέσα σου οι άλλοι για σένα. -Εδώ είμαι. Πάντα θα είμαι εδώ. -Γιατί δε σε βλέπω; - Μα δε θέλεις να δεις εσένα. Ζεις για τους άλλους. Ζήσε για σένα. Αυτό σου ζητώ και θα με δεις." (5/02/14 Μ.Π όταν κάτι τελειώνει)

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ



Κατηφορίζει τον κεντρικό δρόμο της πόλης ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ένας παππούς και μια γιαγιά. Ζάρες βαθιές στα πρόσωπα τους. Ατελείωτες. Είναι τα τσακίσματα του χρόνου που δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Καμπουριασμένα τα κορμιά τους.
Μάτια γαλήνια και βλέμματα που κουβαλούν το βαρύ φορτίο των όσων έχουν δει στην πορεία της ζωής τους.
Έχει και σήμερα παγωνιά. Ντυμένοι και οι δυο με φτωχικά βαριά παλτό μιας άλλης εποχής, με σκουφιά πολυκαιρισμένα στα κεφάλια και μάλλινα κασκόλ τυλιγμένα γύρω από το λαιμό τους. Βαστούν στα χέρια τους από ένα μπαστούνι, η γιαγιά στο δεξί χέρι και ο παππούς στο αριστερό. Σε αυτά στηρίζουν τα γέρικα βήματά τους. Σκυφτοί προσέχουν μόνο τα τσιμέντα που πατούν.
Τους αντικρίζεις και νιώθεις πως ακόμα βαστιούνται σφιχτά από το χέρι. Δεν είναι ο παππούς και η γιαγιά, αλλά το παλικάρι που βαστά από το χέρι την αγάπη της ζωής του. Βηματίζουν στο ίδιο τέμπο, δεξί, αριστερό και πάλι δεξί. Συντονισμένοι στις σκέψεις και στις έγνοιες. Συντονισμένοι και οι ήχοι των μπαστουνιών τους.
Της μιλάει σιγανά, απαλά, τρυφερά.
Του χαμογελά λοξά και του απαντά με νάζι.
Διαμαρτύρεται αυτός χαμογελαστός. Έχει μάθει στις γυναίκες δεν πάνε κόντρα, όταν διεκδικούν το δίκιο τους.
Σταματάει ο παππούς μπροστά σε έναν κάδο σκουπιδιών. Σταματά για λίγο και η γιαγιά. Ανοίγει το καπάκι του. Τον κοιτά βιαστικά.
"Άδειος" λέει ο ηλικιωμένος άντρας.
"Πάμε παρακάτω" του απαντά η ηλικιωμένη γυναίκα ήρεμα, σαν να έχει συνηθίσει στη ζωή της να ψάχνει στα σκουπίδια των άλλων, των δικών μας.
Συνεχίζουν στον δικό τους ησυχαστικό, πράο ρυθμό.
Συνεχίζουν να προχωρούν στωικά.
Οι μορφές τους έσβησαν. Το φως λιγόστεψε...
(όχι μόνο κυριολεκτικά)
(03/02/14 Μ.Π.)

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΖΑΧΑΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Έδωσα αγάπη.
Η αγάπη στέρεψε.
Πήρα προδοσία και ήρθα αντιμέτωπη με παγωμένες ψυχές.
Πλήγωσα και με πλήγωσαν.
Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν. Μένω μόνη μου από επιλογή. Δεν κουβαλώ την ψυχή κανενός ως αποσκευή, εκτός ίσως από την ψυχή του Αντώνη. Αυτό που οι άλλοι αποκαλούν «μοναξιά» και δεν τους αρέσει... εγώ το αποκαλώ «ελευθερία» και το απολαμβάνω.
Ο αγώνας δεν τελειώνει όταν χάνεις, αλλά όταν τα παρατάς! Κι εγώ δεν θέλω να τα παρατήσω. Σε ένα σάκο ρίχνω ένα χαμόγελο, μια ιδέα ζωής και μια δόση γαλήνης. Προχωρώ σε ένα νέο απάτητο δρόμο... που οδηγεί στο άγνωστο. Δε φοβάμαι πια. Τα βήματα μου από αργά γίνονται γοργά, σίγουρα, σταθερά. Στο τέλος του δρόμου με περιμένει εκείνος. Αφού δεν μπορώ να τρέξω με τα πόδια, τρέχω με το μυαλό.

Ζαχάρα, η θύελλα της καρδιάς, εκδ. Ελληνική Πρωτοβουλία

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα κατάλευκος μέρος η βασίλισσα με τα πράσινα. Η Αυτού Μεγαλειοτάτη Ζήλια παρακολουθούσε τα πάντα με άγρυπνο μάτι. Η μοίρα και νονά της, τη βάφτισε και της έδωκε το όνομα ΖΗΛΕΥΤΗ.
Αλλά, γιατί πάντα στη ζωή και στα παραμύθια υπάρχει ένα αλλά, δεν ήταν ικανοποιημένη με αυτά που είχε στη ζωή της, ομορφιά και έναν πρίγκιπα να την αγαπάει. (ο πρίγκηπας ίσως να ήταν και ελαττωματικός, άγνωστες οι βουλέ του Κυρίου).
"Α αυτό που έκανε η Μαρίκα, μπορώ να το κάνω κι εγώ καλύτερα!!" αυτό πάντα έλεγε για ότι έκαναν οι φιλενάδες της. Και το έκανε. Μίμηση και ταύτιση το ονομάζει η επιστήμη της Ψυχολογίας, αναφερόμενη στο φαινόμενο κατά την παιδική ηλικία. Στην ενήλικη ζωή ...το είπαν ψωροζήλεια.
Φυσικά είχε απομείνη μόνη.
(Το φυσικά πάει στο ότι οι άνθρωποι μπορεί να κάνουν πως δεν τα καταλαβαίνουν όλα, αλλά έχουν νιονιό και ας μην το δείχνουν)
Τι δεν καταλαβαίνεις Ζηλευτή μου;
(1/02/14 Μ.Π......ίσως και να γίνει το παραμύθι της ζωής μου)