Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!

Και όταν ο χρόνος μαζεύει τα ποδάρια του, αφήνει πίσω του γλυκές και πικρές στιγμές. Το χθες γίνεται τρανό... Δεν μπορεί να το πειράξει κανείς πια. Το αύριο περιμένει στα σκαλοπάτια της ζωής. Ο Χρόνος που έρχεται, θα νιώσει τα χρόνια που έχουν περάσει, θα τα μετρήσει και ίσως να προσπαθήσει να τα αλλάξει. Να έχουμε μια χρονιά που τα όνειρα θα ορίσουν τις επιλογές μας. Καλή χρονιά σε όλες και όλους!!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2014

Στις 3 του Γενάρη, η Ζαχάρα, οι εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία, η Αλίκη Παπαχελά, η Πετρούλα Σίνη, ο Διονύσης Σαραντόπουλος κι εγώ, σας περιμένουμε στις 7 το απόγευμα στον όμορφο χώρο του βιβλιοπωλείου Φλωράς!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΦΛΩΡΑΣ

Στις 4 Γενάρη θα πιούμε τον καφέ μας, θα γνωριστούμε και θα κόψουμε τη βασιλόπιτα της Ζαχάρας μας, στις 12 το μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο Φλωράς στον Κορυδαλλό ( Το φλουρί θα φέρει σε έναν τυχερό κι ένα γιορτινό αντίτυπο) Σας περιμένω με χαρά!!

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ !!!

Κάποια μακρινά Χριστούγεννα, όταν όλα ήταν απλά, ταπεινά και πολύ φτωχικά, τα στολίδια στο δέντρο που μαδούσε ήταν λιγοστά. Απλώναμε το βαμβάκι και ονειρευόμασταν το χιόνι. Τα πολύχρωμα κουτιά κάτω από το δέντρο, άδεια. Έδιναν όνειρα πως ίσως κάποια μέρα φέρουν εκείνη την πορσελάνινη κούκλα με το πράσινο βελούδινο φόρεμα. Τρεις σοκολατένιες ελιές ήταν το δώρο του πατέρα, κρυφά από τη μάνα, για να μην τον μαλώσει που ξόδεψε τις δεκάρες που δεν τους περίσσευαν. Έλειπαν πολλά. Αλλά η αγάπη του πατέρα και εκείνες οι τρεις σοκολατένιες ελιές ήταν το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Καλά Χριστούγεννα!!!

Ζαχάρα, η θύελλα της καρδιάς:

Ένα μεγάλο χαμόγελο, που αποκαλύπτει δυο σειρές κατάλευκων δοντιών, τραβά το βλέμμα μου στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ανήκει σε ξανθομάλλικο όμορφο κεφάλι αγοριού. Καθώς γελά με όλη του την καρδιά, το κεφάλι του γέρνει στα αριστερά ανήμπορο να κρατηθεί όρθιο. Το αγόρι κάθεται σε ηλεκτρική αναπηρική καρέκλα, είναι παραπληγικό. Δεν είναι μόνο του, το συνοδεύουν άλλα τρία αγόρια, που περιμένουν να περάσουν κι αυτά απέναντι, για να έρθουν στη δική μου πλευρά του δρόμου. Θα ήθελα πολύ να ακούσω τι λένε. Η χαρά στο πρόσωπο του ξανθού αγοριού είναι γνήσια, επίμονη. Τα μάτια του είναι τεράστια, γαλάζια, φωτεινά. Στηρίζει το κεφάλι του για μερικές στιγμές, πριν γείρει στο πλάι σαν αδύναμο κλαράκι που το φυσά ο βοριάς. Το χαμόγελό του στραβώνει στο στόμα, αλλά παραμένει εκεί ζεστό, επίμονο. Το ξανθό αγόρι κάτι λέει στους φίλους του, γελούν κι αυτοί. Αισθάνομαι πολλή μικρή κι αχάριστη συγκρινόμενη με το αγόρι τούτο. Το φανάρι ανάβει πράσινο. Το αγόρι πιέζει λοξά το μοχλό και το αναπηρικό καρότσι ξεκινά την πορεία του για το απέναντι πεζοδρόμιο. Οι φίλοι του περπατούν στο πλάι του. Το συνοδεύουν. Το αγόρι ανεξάρτητο τραβά μπροστά με το καρότσι του. Όλοι οι άλλοι θόρυβοι τριγύρω έχουν απομονωθεί και το μόνο που ακούγεται είναι ο σιγανός ηλεκτρικός ήχος από τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού, που κυλούν με σταθερή ταχύτητα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Επιταχύνω το βήμα και περνώ απέναντι στο σημείο που στεκόταν η παρέα του ξανθού αγοριού. Δίπλα μου ένας άλλος τσιριχτός ήχος διαμαρτυρίας αιχμαλωτίζει την ακοή μου. Ένας μεσήλικας άντρας Ρομά σκουντάει ένα αυτοσχέδιο πρώην παιδικό καρότσι με μεγάλες ρόδες. Στη θέση της κούνιας έχει τοποθετήσει ένα μεγάλο ταλαιπωρημένο χαρτόκουτο και το έχει στερεώσει με παλιά, χοντρά σχοινιά. Μέσα στο καρότσι υπάρχει ένα μελαχρινό, αδύνατο αγοράκι, όρθιο. Πιάνεται σφιχτά από τα χαρτόκουτα. Είναι περίπου τεσσάρων με πέντε χρονών. Βρώμικο, ατημέλητο, αχτένιστο, ντυμένο με παλιά φθαρμένα ρούχα που πλέουν πάνω του. Κοιτάει μπροστά. Το βλέμμα στο μελαχρινό παιδικό προσωπάκι είναι άδειο, απλανές. Ο πατέρας του σπρώχνει το καρότσι άτονα, με κατεβασμένους τους ώμους του. Σέρνει τα βήματα του. Στο γερασμένο βλέμμα του κυριαρχεί η απόγνωση και η θλίψη. Οι σκουριασμένες ρόδες του κατεστραμμένου παιδικού καροτσιού στριγγλίζουν πάνω στην άσφαλτο. Αυτοκίνητα τους προσπερνούν με ταχύτητα. Οδηγοί, επιβάτες, περαστικοί αποστρέφουν αδιάφορα, υποτιμητικά το βλέμμα τους. Αυτό που δε βλέπουμε, δεν υπάρχει. Μια χρονική στιγμή, δύο καρότσια, δύο παιδιά. Η ευτυχία, τελικά, είναι μια περίεργη λέξη. Ποιο τίμημα πρέπει να πληρώσει κάποιος για να την αισθανθεί γνήσια μέσα στο πετσί του;

Καλησπέρα με Ζαχάρα:

Θυμάμαι το πρώτο μου σκασιαρχείο το έκανα στην τρίτη δημοτικού. Για μια ολόκληρη σχεδόν σχολική χρονιά έπαιρνα την τσάντα μου και αντί για το σχολείο πήγαινα στο παρκάκι με τους τεράστιους θάμνους. Ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και στα χώματα είχα πλάσει τον δικό μου φανταστικό κόσμο, όπου τα πάντα ήταν μαγικά… Οι θάμνοι έκρυβαν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι κι εκεί μέσα ήταν το αποκλειστικά δικό μου παραμυθένιο βασίλειο. Σε αυτό υπήρχαν μόνο τιτιβίσματα πουλιών και όχι η στρυφνή και αυστηρή φωνή της κυρίας Αγγελικής, που μονάχα το άκουσμά της προκαλούσε φόβο και σφίξιμο στις παιδικές μας καρδιές. Η κυρία Αγγελική ήταν γύρω στα πενήντα με βαμμένο πλατινέ μαλλί. Πάντα φορούσε κόκκινο κραγιόν. Ήταν ψηλή, εύσωμη, κορδωτή και καλοντυμένη. Επιβλητική και με ύφος αυταρχικό, μας έκανε να τρέμουμε και με τον ίσκιο της ακόμα. Τότε, καθόμασταν τρεις τρεις σε κάθε πράσινο ξύλινο θρανίο, κολλητά το κάθε παιδί πλάι με το άλλο. Κανένα παιδί δεν ήθελε να μπαίνει στη μέση, γιατί ήταν η πιο στριμωγμένη θέση και τα περιθώρια κινήσεών ήταν μηδαμινά. Εμένα αυτό δεν με πείραζε. Αλλά κάποιες φορές μούδιαζε το σώμα μου και τότε αλίμονο μου. Αν γυρνούσα λιγάκι το κεφάλι λοξά, η τιμωρία ήταν άμεση, δηλαδή δύο ξυλιές και ρεζίλεμα στον πίνακα. Γενικά στην τάξη επικρατούσε ατμόσφαιρα εκκλησίας. Ακόμα και οι ανάσες των παιδιών στο μάθημά της γίνονταν με οικονομία, γιατί, αν ενοχλούσαν την κυρία, τότε αλί και τρισαλί… Σε εκείνο το μικρό πάρκο, λοιπόν, καθισμένη στο θρόνο μου φτιαγμένο από χώμα, φύλλα και πέτρες, τα δάχτυλά μου έπλαθαν με χωματένιους σβόλους κάθε λογής μαγικό. Επιπλέον, δεν γέμιζαν φουσκάλες από τις απανωτές ξυλιές με την σκληρή ορθογωνισμένη βέργα που χρησιμοποιούσε η κυρία- την είχε κάνει ειδική παραγγελία από ξύλο ακακίας-. Η κυρία Αγγελική καθημερινά επιδείκνυε ιδιαίτερο ζήλο και δεξιοτεχνία, όταν κατέβαζε με δύναμη και μανία τη βέργα πάνω στις ανοιχτές παλάμες μας και αλίμονο αν τις μαζεύαμε από τον πόνο. Όχι, δεν ήθελε να χτυπάει στα δάχτυλα. Προτιμούσε να πετυχαίνει στο στόχο της, την τελείως τεντωμένη και ανοιχτή παλάμη. Αν εμείς προσπαθούσαμε φοβισμένα να ξεφύγουμε, τότε στρίγγλιζε: -Άνοιξε και τέντωσέ τα καλά! Θα σου δείξω εγώ! Θα σε κάνω άνθρωπο εγώ, για να με θυμάσαι. Εκείνος ο ήχος της βέργας όταν έσκαγε πάνω στο λιγοστό κρέας της παλάμης, έφτανε μέχρι τα μικροκαμωμένα κοκαλάκια και μετά…π ό ν ο ς! Όχι,όχι… στο βασίλειό μου ήταν όλα πολύ καλύτερα. Καμία βέργα δε με απειλούσε και είχα κάθε λογής ζουζούνι για πιστό μου ακόλουθο. Ήταν τα καλύτερα φιλαράκια μου, οι καλύτεροι σύντροφοι στο παιχνίδι και στο όνειρο.

Κριτική από τη συγγραφέα Κάκια Ξύδη για τη Ζαχάρα

"Ζαχάρα Η θύελλα της καρδιάς" είναι το πρώτο βιβλίο της Μάρθας Πατλάκουτζα και εγώ αναρωτιέμαι αν κατάφερε να γράψει ένα τόσο δυνατό βιβλίο, με τόσο καλή γραφή και ανάγλυφες εικόνες, με τόσα πολλά θέματα να θίγει, τότε τι θα πρέπει να περιμένουμε στο μέλλον από την Μάρθα; Η συγγραφέας με πολύ εύστοχο τρόπο τονίζει την διαφορετικότητα των ανθρώπων και υποκλίνεται στο μεγαλείο της αγάπης, όπου και αν βρίσκεται αυτή, όσα χιλιόμετρα και αν σε χωρίζουν από αυτή, όσο μακριά σου και αν είναι ο άλλος. Θα μπορέσει η Μύρα που έφτασε στα βάθη της ερήμου για να βρει δυο μάτια κάρβουνα που θα την συγκλονίσουν, να βρει την ευτυχία ή άλλα η μοίρα είχε γραμμένα γι αυτήν; Όλο τον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων γυρνάμε παρακολουθώντας τον αδιέξοδο έρωτα του Αντώνη με τη Ζωή. Αλήθεια υπάρχει περίπτωση να τιθασεύσεις έναν άντρα σαν τον Αντώνη που έχει μάθει να είναι ο ήλιος και όλοι οι άλλοι να κινούνται γύρω του;
Εύχομαι κάθε επιτυχία στο βιβλίο σου και στην συγγραφική σου πορεία Μάρθα.